- κλειδοκράτορας
- ο, θηλ. κλειδοκρατόρισσα1. ο υπεύθυνος να κρατάει τα κλειδιά, ο κλειδούχος2. (ειδ.) αυτός που ενεργεί το άνοιγμα και το κλείσιμο τών στροφίγγων παροχής τού νερού σε ένα δίκτυο υδρεύσεως με σωλήνες, κν. νεροκράτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + -κράτορας (-κράτωρ < κράτος), πρβλ. αυτο-κράτορας, κοσμο-κράτορας. Η λ., στον λόγιο τ. κλειδοκράτωρ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.